μηρύομαι

μηρύομαι
μηρύομαι [pron. full] [ῡ], [dialect] Dor. [pref] μᾱρ- Theoc. (v. infr.): [tense] aor. ἐμηρῡσάμην:—
A draw up, furl,

ἱστία μηρύσαντο Od.12.170

, cf. A.R.4.889; ναῦται δ' ἐμηρύσαντο νηὸς ἰσχάδα drew up the anchor, S.Fr.761;

μηρύεσθαι ἀπὸ βυθῶν Opp.C.1.50

; μ. πείσματα, σχοίνους, AP10.2 (Antip. Sid.); wind up the strands of a torsion-engine, HeroBel.98.10, AP10.5 (Thyill.); draw out phlegm, Aret.SA1.5.
2 in weaving, κρόκα ἐν στήμονι μηρύσασθαι weave the woof into the warp, Hes.Op.538.
b wind off thread, LXX Pr.31.13, Luc.Herm.47.
3 in [voice] Med., μαρύεται περὶ χείλη κισσός ivy draws itself, winds round the edge, Theoc.1.29.
II [voice] Act. is found in [tense] pf., περὶ τὸν τένοντα δυσκρίτους φλέβας μεμήρυκεν has twined, Hp.Oss.16.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μηρύομαι — και δωρ. τ. μαρύομαι (Α) 1. συστέλλω, περιτυλίγω, μαζεύω, ανασύρω («ιστία μηρύσαντο», Ομ. Οδ.) 2. τεντώνω τις χορδές πολεμικής μηχανής 3. υφαίνω 4. εξάγω φλέγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. μήρινθος] …   Dictionary of Greek

  • μηρύομαι — μηρύ̱ομαι , μηρύομαι draw up pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηρύεσθε — μηρύ̱εσθε , μηρύομαι draw up pres imperat mp 2nd pl μηρύ̱εσθε , μηρύομαι draw up pres ind mp 2nd pl μηρύ̱εσθε , μηρύομαι draw up imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήρινθος — μήρινθος, και σμήρινθος ἡ (Α) 1. σχοινί, σπόγγος («οὐ δὲ τρήρωνα πέλειαν λεπτῷ μηρίνθῳ δῆσεν ποδός», Ομ. Ιλ.) 2. ορμιά αλιευτική, πετονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι λ. μήρινθος και μηρύομαι εμφανίζουν πιθ. την εκτεταμένη βαθμίδα *mēr τής ΙΕ… …   Dictionary of Greek

  • διαμηρυομένων — διαμηρῡομένων , διά μηρύομαι draw up pres part mp fem gen pl διαμηρῡομένων , διά μηρύομαι draw up pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηρυομένων — μηρῡομένων , μηρύομαι draw up pres part mp fem gen pl μηρῡομένων , μηρύομαι draw up pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηρύου — μηρύ̱ου , μηρύομαι draw up pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) μηρύ̱ου , μηρύομαι draw up imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηρύσασθε — μηρύ̱σασθε , μηρύομαι draw up aor imperat mid 2nd pl μηρύ̱σασθε , μηρύομαι draw up aor ind mid 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηρύσεται — μηρύ̱σεται , μηρύομαι draw up aor subj mid 3rd sg (epic) μηρύ̱σεται , μηρύομαι draw up fut ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιμηρύου — περιμηρύ̱ου , περί μηρύομαι draw up pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) περιμηρύ̱ου , περί μηρύομαι draw up imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμηρύου — ἐπιμηρύ̱ου , ἐπί μηρύομαι draw up pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ἐπιμηρύ̱ου , ἐπί μηρύομαι draw up imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”